- φειδώνειος
- -εία, -ον, και φειδώνιος, -ία, -ον, Α [Φείδων]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά τού Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φειδώνιος — ία, ον, Α βλ. φειδώνειος … Dictionary of Greek